Κάποτε αποτελούσε παιχνίδι αποκλειστικά κοριτσίστικο, καθώς προετοίμαζε από μικρά τα κορίτσια για τον ρόλο της μητέρας και συνεπώς εκείνον της «καλής» συζύγου στο μέλλον. Επειδή, όμως, δεν υπήρχαν βιομηχανικές κούκλες ή δεν είχαν τη δυνατότητα να τις αγοράσουν, τις έφτιαχναν μόνα τους. Έπαιρναν δυο ξυλαράκια και τα έδεναν σε σχήμα σταυρού. Με υφασματάκια που περίσσευαν στο σπίτι έφτιαχναν το κεφαλάκι, το οποίο στερέωναν επάνω στο κάθετο μέρος του σταυρού. Στα δύο οριζόντια κομμάτια σχημάτιζαν τα χέρια. Τα τύλιγαν με πανιά και κάλυπταν τις άκρες του ξύλου. Έραβαν ένα φόρεμα με τα υφάσματα, το περνούσαν από το κεφάλι της κούκλας και το έδεναν στη μέση. Με αυτόν τον τρόπο, έντυναν την κούκλα. Στο τέλος ζωγράφιζαν με μολύβι το πρόσωπο. Σχεδίαζαν τα φρύδια, τα μάτια, το στόμα. Για μαλλιά έβαζαν συνήθως μαλλί προβάτου.
Η αυτοσχέδια κούκλα ήταν λοιπόν έτοιμη και το παιχνίδι άρχιζε. Έπαιρναν ένα κεραμίδι, στο εσωτερικό του έστρωναν μια πετσέτα ή ένα πανί και από πάνω έβαζαν ένα μαξιλάρι, φτιάχνοντας και το κρεβατάκι της κούκλας. Την τοποθετούσαν πάνω σε αυτό, την κουνούσαν για να κοιμηθεί και τη νανούριζαν λέγοντας:
Νάνι νάνι νάννα του,
ώσπου να ‘ρθει η μάνα του,
να του φέρει κάτι τι,
λουκουμάκια στο χαρτί.